ΔΠΗ
βιζαβί [viza’vi]: (επίρρ. τοπ.) απέναντι, αντίκρυ. [λόγ. < γαλλ. vis-à-vis].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: