βεργάτα, η [ve’rγata]: ύψωμα, μικρός λόφος όπου μπορούσε να καθίσει κάποιος και να εποπτεύει ολόκληρη της περιοχή και σε μεγάλο εύρος. Εκεί καθόταν παλιά ο δραγάτης για να προσέχει μήπως προκληθεί καμιά ζημιά από ζώα σε καλλιέργειες. (Κανελλακόπουλος).
βεργάτα, η [ve’rγata]
από
Ετικέτες: