βδελιάρικο, το [vðe’ʎariko]: άρρωστο πρόβατο του οποίου τρέχει συνέχεια η μύτη. (Κανελλακόπουλος).
βδελιάρικο, το [vðe’ʎariko]
από
Ετικέτες:
βδελιάρικο, το [vðe’ʎariko]: άρρωστο πρόβατο του οποίου τρέχει συνέχεια η μύτη. (Κανελλακόπουλος).
από
Ετικέτες: