ΔΠΗ
βασταμένος, -η, -ο [vasta’menos]: (μτφ.) αυτός που κρατιέται καλά οικονομικά. [βαστά(γω) -μένος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: