βασταγό, το [vasta’γo]

βασταγό, το [vasta’γo]: μεγάλο ζώο, κυρίως, γαϊδούρι. (Κανελλακόπουλος).

Και: https://ilialang.gr/βασταγούρι-το-vastaγuri/

Και: https://ilialang.gr/βασταγούρα-το/


Δημοσιεύτηκε

σε

από