βάρδα [‘varða]

βάρδα [‘varða] (επιφ.): α. λέγεται για να επιστήσουμε την προσοχή σε κπ., να τον προειδοποιήσουμε για κάποιον κίνδυνο· πρόσεχε!, φυλάξου!, μακριά!: ‘Βάρδα από κακιά αρρώστια’. β. φουρνέλο [βεν. varda ‘πρόσεχε΄, προστ. του vardar].


Δημοσιεύτηκε

σε

από