βαγένι, το [va’γeni]: μεγάλο ξύλινο βαρέλι για αποθήκευση κρασιού [μσν. βαγένι(ν) < σλαβ. vagan -ι με επίδρ. του μσν. λαγένα < λατ. lagena (δες στο λαγήνα)].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i