αφόρμησε [a’formise]

αφόρμησε [a’formise]: ερεθίστηκε η πληγή. [μσν. αφορμίζω ‘ερεθίζομαι’].

Και: https://ilialang.gr/αφορμίζω-αφόρμισε/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από