ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]

ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]: το χωράφι που έχει άσπρο χρώμα. [άσπρ(ος) -ο- πουλιά (;)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από