κούρταλα, τα [ku’rtala]

κούρταλα, τα [‘kurtala]: α. μουσικά όργανα. β. η ζυγιά. γ. χειροκρότημα: ‘Ακούστηκαν κούρταλα στο τέλος του τραγουδιού’. [μσν. κόρταλα (κρόταλα πληθ. της αρχ. λ. κρόταλον*].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *