αρμάρι, το [a’rmari]: συρτάρι ή ράφι. [μσν. ερμάριον < αρμάριον με τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r]· μσν. αρμάρι(ν) < αρμάριον < λατ. armar(ium) -ιον].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
αρμάρι, το [a’rmari]: συρτάρι ή ράφι. [μσν. ερμάριον < αρμάριον με τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r]· μσν. αρμάρι(ν) < αρμάριον < λατ. armar(ium) -ιον].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: