αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]

αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]: το άγριο αναρριχώμενο βάτο που φυτρώνει συνήθως σε κυπαρίσσια. [αρκούδ(α) -ο- βάτο]. (Κανελλακόπουλος).


Δημοσιεύτηκε

σε

από