αργάζω [a’rγazo]

αργάζω [a’rγazo]: κατεργάζομαι δέρματα [αρχ. ὀργάζω με τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-or > nar > n-ar]].


Δημοσιεύτηκε

σε

από