αποκλαμούδια, τα [apokla’muðia]

αποκλαμούδια, τα [apokla’muðia]: τα κλαδιά ενός δέντρου που φυτρώνουν χαμηλά στον κορμό του: ‘Έκοψε τα αποκλαμούδια για να βάλει φωτιά’. [< από + κλα(μου)διά] (Κανελλακόπουλος).


Δημοσιεύτηκε

σε

από