απογιούρα, η [apo’ʝura]: σκοτείνιασμα τοπικό που προκλήθηκε από βαριά συννεφιά (Κανελλακόπουλος).
απογιούρα, η [apo’ʝura]
από
Ετικέτες:
απογιούρα, η [apo’ʝura]: σκοτείνιασμα τοπικό που προκλήθηκε από βαριά συννεφιά (Κανελλακόπουλος).
από
Ετικέτες: