απογειάδα, η [apo’ʝaða]: ο αέρας που φυσά από την ξηρά. [αρχ. απόγει(ος) -άδα]. (Κανελλακόπουλος).
απογειάδα, η [apo’ʝaða]
από
Ετικέτες:
απογειάδα, η [apo’ʝaða]: ο αέρας που φυσά από την ξηρά. [αρχ. απόγει(ος) -άδα]. (Κανελλακόπουλος).
από
Ετικέτες: