απίκου [a’piku]

απίκου [a’piku]: (επιρρ. τροπ.) (προφ.) στη Φράση: ‘είμαι απίκου’:  είμαι σε ετοιμότητα. [ιταλ. a picco].


Δημοσιεύτηκε

σε

από