απέριορα [a’perʝora]

απέριορα [a’perʝora]: (επιρρ.) α. πέρα από τα όρια. β. μεσάνυχτα.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: