άνταφλα [‘andafla]: (επιρρ.) απότομα, αδέξια: ‘Τι λογά περπατάς έτσι, άνταφλα!’. (Κανελλακόπουλος).
άνταφλα [‘andafla]
από
Ετικέτες:
άνταφλα [‘andafla]: (επιρρ.) απότομα, αδέξια: ‘Τι λογά περπατάς έτσι, άνταφλα!’. (Κανελλακόπουλος).
από
Ετικέτες: