ανημποριά, η [animbo’rʝa]

ανημποριά, η [animbo’rʝa]: ασθένεια, αρρώστια, αδιαθεσία, αδυναμία, εξάντληση. [ανήμπορ(ος) -ιά].

Και: https://ilialang.gr/ανημπόρια-η/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από