ανεμίδι, το [ane’miði]

ανεμίδι, το [ane’miði]: συσκευή που με την περιστροφή του τροχού της επιτρέπει το ξετύλιγμα του νήματος από την ανέμη και μετά το ξανατύλιγμα στα μασούρια [ανέμ(η) -ίδι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από