αναχρικά, τα [anaxri’ka]: τα απαραίτητα πράγματα του σπιτιού (κυρίως, κουζινικά), τα οποία φυλούσαν για ώρα ανάγκης. [αν(α) χρ(ηστ)ικά].
Και: https://ilialang.gr/ανάχρεια/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i