ανατσουτσούρισμα, το [anatsu’tsurizma]

ανατσουτσούρισμα, το [anatsu’tsurizma]: ανατριχίλα: ‘Με έπιασε ένα ανατσουτσούρισμα!’. [αν(α) + τσουτσούρισμα (άγνωστη προέλευση)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από