αναδεξιμιός, -ά [anaðeksi’mɲos]: το βαφτιστήρι. [μσν. αναδεξιμαίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αναδέξιμ(ος) -αίος ‘που με τη βάφτιση έχουμε αναλάβει την ευθύνη του΄ < αναδεξ- (αναδέχομαι) -ιμος· αναδεξιμι(ός) -ά].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf