αναγοήθηκα [anaγo’iθika]

αναγοήθηκα [anaγo’iθika]: συνήλθα σιγά σιγά μετά το πρωινό χουζούρι και επανήλθα στη φυσική μου κατάσταση. (Κανελλακόπουλος).


Δημοσιεύτηκε

σε

από