αμπάρι, το [a’mbari]

αμπάρι, το [a’mbari]: ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για το σιτάρι. [τουρκ. ambar (από τα περσ.) -ι].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από