αμολιέμαι [amo’ʎeme]

αμολιέμαι [amo’ʎeme]: δεν υπολογίζω κάποιον: ‘Αμόλα’ (σε κάποιον που δεν δίνουμε σημασία) [αμολ(ώ) -ιέμαι < βεν. mola (προστ. του molar ‘χαλαρώνω το παλαμάρι΄) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare ‘χαλαρώνω΄)].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από