αλλουτελευταίος [alutele’fteos]

αλλουτελευταίος, -α, -ο [alutele’fteos]: (ειρωνικά) ο τελευταίος από τους τελευταίους. [αλλού + τελευταίος]. (Κανελλακόπουλος).


Δημοσιεύτηκε

σε

από