αλιγδώνω [ali’γðono]

αλιγδώνω [ali’γðono]: λιγδώνω [μσν. *λιγδώνω (πρβ. μσν. μππ. λιγδωμένος) < λίγδ(α) -ώνω < ελνστ. λίγδα + -‘ωνω ‘στάχτη, αλισίβα΄].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: