κουνάβι, το [ku’navi]

κουνάβι, το [ku’navi]: α. μικρό καστανόμαυρο σαρκοφάγο θηλαστικό. β. (μτφ.) ο κουτοπόνηρος άνθρωπος. γ. (μτφ.) αυτός που δεν βγαίνει στην αγορά: ‘Είναι ένα κουνάβι φτούνος! (είναι ακοινώνητος, απολίτιστος)’. [μσν. κουνάδι (με τροπή του μεσοφ. [δ > v] ) υποκορ. του σλαβ. kun(a) -άδι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *