αγλέουρας, ο [a’γleuras]: είδος δηλητηριώδους φυτού. Φράση: τρώω τον αγλέουρα, πάρα πολύ. [αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ([o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r]) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al]) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v]) και μεταπλ. -ος > -ας (ανάπτ. [γ];)].
Και: https://ilialang.gr/αβέλιουρας/
Όπως και: https://ilialang.gr/αγλέγουρας-ο/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i