αγκρουμάζομαι [aŋgru’mazome]: α. ακούω προσεχτικά. β. κρυφακούω. [αφουγκράζομαι < αρχ. ἐπακροῶμαι ‘ακούω προσεκτικά΄ > μσν. *επακρώμαι (αποφυγή της χασμ.) > *απακρώμαι (παρετυμ. απ(ο)-) > *αφακρώμαι (από επίδρ. των αφορῶ ‘κοιτάζω προσεκτικά΄, αρχ. ὑφορῶμαι ‘κοιτάζω με καχυποψία΄) > μσν. αφουκρούμαι ([a > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [k]) > μεταπλ. αφουκράζομαι (αναλ. προς τα κρεμώ – κρεμάζω, κοπιώ – κοπιάζω) (τροπή [kr > gr];)].
Και: https://ilialang.gr/αγκρουμάζουμαι/
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf