αβέλιουρας, ο [a’veʎuras]

αβέλιουρας, ο [a’veʎuras]: αγριόχορτο που προκαλούσε ζημιές στις καλλιέργειες. [αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ([o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r]) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al]) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v]) και μεταπλ. -ος > -ας (ανάπτ. [γ];)].

Και: https://ilialang.gr/αγλέουρας-ο-aγleuras/

Όπως και: https://ilialang.gr/αγλέγουρας-ο/


Δημοσιεύτηκε

σε

από