κουμουδιά, η [kumu’ðʝa]

κουμουδιά, η [kumu’ðʝa]: καιρός με ζέστη και ελαφριά συννεφιά: ‘Εφέτο ούλο το καλοκαίρι ήταν μες στην κουμουδιά’.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *