κοτάω [ko’tao]

κοτάω [ko’tao]: τολμώ. [μσν. κοτώ ‘ρισκάρω΄ < ελνστ. κόττ(ος) ‘κύβος΄ (πρβ. ελνστ. ή μσν. κοττίζω ‘παίζω ζάρια΄) (ορθογρ. απλοπ.)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες:

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *