κορδωτός [korðo’tos]

κορδωτός, -ή, -ό [korðo’tos]: καμαρωτός: ‘Περπατούσε κορδωτή καθώς κατέβαινε’. [κορδώ(νω) -τός].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες:

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *