κόπανος, ο [‘kopanos]: κομμάτι χοντρού ξύλου με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα, όταν τα έπλεναν, για να καθαρίσουν καλύτερα ή χτυπούσαν καρπούς για να τους αποφλοιώσουν και να τους θρυμματίσουν. [ελνστ. ή μσν. κόπανος ὁ < αρχ. κόπανον τό ‘γουδοχέρι΄ μεταπλ. με βάση την αιτ.].
κόπανος, ο [‘kopanos]
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση