ΔΠΗ
κολοβό, το [kolo’vo]: το ζώο που του έχουν κόψει την ουρά. [αρχ. κολοβός].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση