κολλέγας, ο [ko’leγas]

κολλέγας, ο [ko’leγas]: α. ο συνεργάτης. β. φιλική προσφώνηση για άντρα οικείο: ‘Πού’σαι/Γεια σου ρε κολλέγα’. [γαλλ. collegue].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *