κλαρίζω [kla’rizo]: κόβω τα κλαδιά των δένδρων. [κλαρ(ί) -ίζω].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
κλαρίζω [kla’rizo]: κόβω τα κλαδιά των δένδρων. [κλαρ(ί) -ίζω].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση