κενώνω [ce’nono]: βάζω φαγητό στα πιάτα, σερβίρω. [λόγ. < αρχ. κεν(ῶ) -ώνω].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
κενώνω [ce’nono]: βάζω φαγητό στα πιάτα, σερβίρω. [λόγ. < αρχ. κεν(ῶ) -ώνω].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
Αφήστε μια απάντηση