κέλμπερη, η [ce’lmberi]: είδος σιδερένιας λαβής που χρησιμοποιείται για την φωτιά: ‘Πιάσε την κέλμπερη να σηκώσω τη φωτιά’ (πιάσε την λαβή για να ανακατέψω τα ξύλα και να δυναμώσει η φωτιά).
κέλμπερη, η [‘celmberi]
από
Ετικέτες:
κέλμπερη, η [ce’lmberi]: είδος σιδερένιας λαβής που χρησιμοποιείται για την φωτιά: ‘Πιάσε την κέλμπερη να σηκώσω τη φωτιά’ (πιάσε την λαβή για να ανακατέψω τα ξύλα και να δυναμώσει η φωτιά).
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση