ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
άχιουρο, το [‘açuro]
άχιουρο, το [‘açuro]: άχυρο. [μσν.
άχυρο
< αρχ.
ἄχυρον
]
https://ilialang.gr/wp-content/uploads/άχιουρα-τα.mp3
Δημοσιεύτηκε
25 Ιανουαρίου, 2019
σε
Α
από
admin
Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ
,
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ