αποφόρι, το [apo’fori]: φθαρμένο ρούχο το οποίο δόθηκε σε κάποιον άλλο. [αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)].
αποφόρι, το [apo’fori]
από
Ετικέτες:
αποφόρι, το [apo’fori]: φθαρμένο ρούχο το οποίο δόθηκε σε κάποιον άλλο. [αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)].
από
Ετικέτες: