αποταχιά [apota’ça]

αποταχιά [apota’ça]: πρωί πρωί: ‘Σηκώθηκε αποταχιά για τα χωράφια’. [από + ταχιά].

Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αποταχιά&dq=


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: