ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
αναδεύου [ana’ðevu]
αναδεύου [ana’ðevu]: ανακατώνω κάτι. [ελνστ.
ἀναδεύω
].
https://ilialang.gr/wp-content/uploads/αναδεύου.mp3
Δημοσιεύτηκε
25 Ιανουαρίου, 2019
σε
Α
από
admin
Ετικέτες:
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ
,
ΡΗΜΑ