ΔΠΗ
αναβελάζου [anave’lazu]: βγάζω δυνατές κραυγές εξαιτίας ξαφνικού πόνου. [ανά + βελάζ(ω) -ου].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: