αμόλα καλούμπα [a’mola ka’lumba]: άφησε ελεύθερο σχοινί στον αετό. [αντδ. < ιταλ. ή βεν. caloma, caluma ‘επιβράδυνση του καραβιού με δέσιμο σκοινιού΄ < υστλατ. *calauma < *chalagma < ελνστ. χάλασμα ‘χαλάρωμα΄ ( [m > b] ανάμεσα σε φων. ύστερα από [l] )].
αμόλα καλούμπα [a’mola ka’lumba]
από
Ετικέτες: