κατσομαλλιασμένος [katsomaʎa’zmenos]

κατσομαλλιασμένος, -η, -ο [katsomaʎa’zmenos]: α. (μτφ.) αυτός που κρυώνει και του έχει σηκωθεί η τρίχα. β. αυτός που έχει κοντά κατσαρά μαλλιά. [κατσ(ί) -ό- μαλλι- ασμένος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *