ακληρία, η [akli’ria]

ακληρία, η [akli’ria]: αναφέρεται στην οικογένεια που δεν έχει αρσενικό κληρονόμο. [αρχ. ουσ. ακληρία].


Δημοσιεύτηκε

σε

από